- προξενίζω
- προξεν-ίζω,A = προξενέω 11.1, cause,
αὑτῷ λύπην Anon. in EN436.24
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αὑτῷ λύπην Anon. in EN436.24
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προξενίζω — ΜΑ προξενώ σε κάποιον κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προξενῶ, κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
προξενίσῃ — προξενίζω cause aor subj mid 2nd sg προξενίζω cause aor subj act 3rd sg προξενίζω cause fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προξενίζοντα — προξενίζω cause pres part act neut nom/voc/acc pl προξενίζω cause pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προξενίσαντος — προξενίζω cause aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προξενίσωμεν — προξενίζω cause aor subj act 1st pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προξενιῶν — προξενία relation of fem gen pl προξενίζω cause fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προξενίσας — προξενίσᾱς , προξενίζω cause aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)